ὑπολοίπου

ὑπολοίπου
ὑπόλοιπος
left over
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν)  исторический регион включавший в себя западные области …   Википедия

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • έλλειμμα — το (AM ἔλλειμμα) αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει νεοελλ. φρ. 1. «έλλειμμα ταμείου» το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου 2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» το ποσό κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοπροστασία — η (Ιατρ) σύνολο μέτρων για την προστασία τού προσωπικού που εργάζεται σε τόπους παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως ακτινοβολιών και κατ επέκταση τού υπόλοιπου πληθυσμού από τις βλάβες που προκαλούν οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… …   Dictionary of Greek

  • εκκαθάριση — η 1. ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ. όσων θεωρούνται ανίκανοι ή ανεπιθύμητοι 2. τελειωτικός καθορισμός («εκκαθάριση εξόδων») 3. (για λογαριασμό) ο καθορισμός τού χρεωστικού ή πιστωτικού υπολοίπου προσωπικού λογαριασμού 4. το… …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”